- γαργαρεών
- γαργαρεώνuvulamasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαργαρεών — γαργαρεών, ο (AM) η επιγλωττίδα, η σταφυλή τής υπερώας αρχ. η τραχεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαρίζω. Πρόκειται για μεταρρηματικό τ. (πρβλ. ανθερεών)] … Dictionary of Greek
γαργαρεῶνα — γαργαρεών uvula masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνας — γαργαρεών uvula masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνες — γαργαρεών uvula masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνι — γαργαρεών uvula masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶνος — γαργαρεών uvula masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεῶσιν — γαργαρεών uvula masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργαρεώνων — γαργαρεών uvula masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαργάρι — το κοινή ονομασία διαφόρων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gorgoglio «γουργουρητό» < λατ. curculio «κις, είδος σκουληκιού και εντόμου» ή gurgulio «οισοφάγος, γαργαρεών*, κις» ή πιθανώς πρόκειται για ηχομιμητικό σχηματισμό] … Dictionary of Greek
γαργαλίδα — η και γαργαλίδι, το 1. οποιοδήποτε εξόγκωμα τού σώματος 2. η αμυγδαλή τού λαιμού 3. η σκανδάλη τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. γαργαλίδα < γαργαλήθρα ή < γαργαλιώνας, άλλος τ. τού γαργαριώνας < αρχ. γαργαρεών* γαργαλίδι < γαργάλι ή <… … Dictionary of Greek